- υιικός
- η , ό[ν] сыновний;
υιική στοργή — сыновняя любовь;
υιικόν καθήκον — сыновний долг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υιική στοργή — сыновняя любовь;
υιικόν καθήκον — сыновний долг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υιικός — ή, ό / υἱϊκός, ή, όν, ΝΜΑ [υἱός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υιό νεοελλ. (γενικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τέκνα («υιική αγάπη»). επίρρ... υιικώς / υἱικῶς ΝΜΑ σύμφωνα με τον τρόπο ή τη διαγωγή τού υιού … Dictionary of Greek
υιικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στο γιο και γενικά στα τέκνα: Υιική στοργή (η στοργή των τέκνων προς τους γονείς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek